ουρικοαπεκκριτικός

ουρικοαπεκκριτικός
-ή, -ό
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ουρικοαπεκκριτικά
(φαρμ.) φάρμακα που αυξάνουν την αποβολή ουρικού οξέος στα ούρα και γι' αυτό χρησιμοποιούνται στη θεραπεία τής ουρικής αρθρίτιδας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”